Διατροφη ενηλικων
Η αληθεια για το βαρος
Για να χάσουμε βάρος χρειάζεται να τρώμε λιγότερο και να κινούμαστε περισσότερο, ωστόσο οι διατροφικές μας επιλογές και η φυσική δραστηριότητα καθορίζονται από πολύπλοκους βιολογικούς και ψυχολογικούς παράγοντες.
Τα προβλήματα βάρους είναι πολύπλοκα
Εάν έχετε κάνει αρκετές δίαιτες στο παρελθόν, σίγουρα θα έχετε ακούσει ότι χρειάζονται + ή – 500 θερμίδες την ημέρα για να πάρετε ή να χάσετε μισό κιλό την εβδομάδα. Οι δίαιτες και τα προγράμματα διατροφής, ακόμη και οι διάφορες “ιατρικές” προσεγγίσεις όπου “κόβουν” τις τροφές που “παχαίνουν” (π.χ. το λευκό αλεύρι) στοχεύουν να δημιουργήσουν τουλάχιστον αυτό το έλλειμμα στον οργανισμό σας, ώστε να χάσετε βάρος. Δεν είναι όμως τόσο απλά τα πράγματα.
Μελέτες που πραγματοποιήθηκαν σε κλειστό ερευνητικό περιβάλλον έχουν δείξει στην πράξη ότι το εύρος μείωσης βάρους σε άτομα που τρώνε 1000 θερμίδες λιγότερες την ημέρα για 3 μήνες είναι από 9 έως 29 κιλά και για εκείνους που “καίνε” 500 επιπλέον θερμίδες την ημέρα για 3 μήνες είναι από 2 έως και 18 κιλά. Η δύναμη των γονιδίων είναι αδιαμφισβήτητη.
Αυτό που ισχύει είναι γενικά είναι ότι όλες δίαιτες και διατροφές, μειώνουν αυθαίρετα υπερβολικά πολύ την συνιστώμενη πρόσληψη, προκειμένου να εξασφαλίσουν την απώλεια βάρους, με αποτέλεσμα να καταπονούν τον οργανισμό και να καταστραφούν το μεταβολισμό. Με τον καιρό το σώμα σταματά να ανταποκρίνεται και σταδιακά χάνει την ικανότητα του να ρυθμίζει το βάρος του.
Πως ρυθμίζεται το βάρος
Οι μακροπρόθεσμες αλλαγές στο βάρος επηρεάζονται και από άλλους παράγοντες, εκτός από τα γονίδια, την επιλογή τροφίμων και τη σωματική δραστηριότητα. Τέτοιοι παράγοντες είναι η διατροφική συμπεριφορά ή αλλιώς η σχέση με την τροφή αλλά και οι διάφορες καταστάσεις φυσιολογικές ή μη που προκαλούν μεταβολές στις ορμόνες π.χ. ασθένεια, εγκυμοσύνη, φυσιολογικές διαδικασίες γήρανσης (εμμηνόπαυση!), φαρμακευτική αγωγή, χειρουργική επέμβαση. Και σαν να μην έφταναν αυτά, υπάρχουν άνθρωποι που το σημείο ρύθμισης του βάρους τους επηρεάζεται πολύ από παράγοντες όπως το στρες, το αλκοόλ και το κάπνισμα και άλλοι που η επίδραση του τρόπου ζωής στο βάρος τους είναι περιορισμένη.
Έχετε ποτέ σκεφτεί ότι οι διατροφικές επιλογές που κάνουμε δεν είναι μόνο ζήτημα θέλησης ή απόφασης;
Σκεφτείτε το εξής: Κάποιος ακολουθεί ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα διατροφής και άσκησης καθώς έχει πάρει την απόφαση, με βάση τη λογική, να χάσει βάρος. Έτσι λοιπόν προετοιμάζεται από τις αρχές του φθινοπώρου ώστε να έχει χάσει 10 κιλά μέχρι τις γιορτές. Ωστόσο με το πέρασμα των μηνών αυτή η λογική απόφαση πολλές φορές παραμερίζεται από άλλες που παίρνονται ασυνείδητα στη στιγμή και αυτό έχει να κάνει με τα ένστικτα επιβίωσης. Τα ένστικτα αυτά τα οποία δεν μπορούν να ελεγχθούν με τη λογική, τον σπρώχνουν στην κατανάλωση ενεργειακά πυκνής τροφής και στόχο να μπλοκάρουν την απώλεια βάρους.
Πως οι ορμόνες καθορίζουν την όρεξη μας και τη διατροφική μας συμπεριφορά
Οι ορμόνες ταξιδεύουν μέσα στο αίμα μας και μεταφέρουν χημικά μηνύματα που καθορίζουν την όρεξή μας. Άλλωστε μπορούμε εμείς να αποφασίσουμε με το μυαλό μας πότε χορταίνουμε και πότε πεινάμε; Απλά νιώθουμε πείνα ή κορεσμό και πράττουμε αναλόγως. Επίσης πολλές φορές δεν μπορούμε να κατανοήσουμε γιατί ενώ για κάποιο διάστημα καταφέρνουμε να εφαρμόσουμε διατροφικούς κανόνες, μια μέρα – π.χ. τα Χριστούγεννα – βρισκόμαστε να καταναλώνουμε ανεξέλεγκτα όλα εκείνα τα τρόφιμα που τόσο καιρό με τη λογική μας αποφεύγαμε και ίσως ούτε καν τα αποζητούσαμε. Τι ακριβώς είναι αυτό λοιπόν που σαμποτάρει τις προσπάθειές μας; Τι συμβαίνει στο σώμα μας κάθε χρόνο τις γιορτές – και όχι μόνο – και μας κάνει να βάζουμε πίσω τα κιλά που με τόσο κόπο καταφέραμε να χάσουμε;
Η ανάγκη κάθε ζωντανού οργανισμού να βρει τροφή προκειμένου να έχει ενέργεια για να ζήσει είναι δεδομένη. Συνεπώς ο ανθρώπινος οργανισμός διαθέτει ένα ιδιαίτερα πολύπλοκο και παράλληλα αριστοτεχνικά φτιαγμένο σύστημα προκειμένου να μας οδηγεί – παρά τη θέλησή μας – να αναζητήσουμε και να καταναλώσουμε τροφή, δηλαδή να επιβιώσουμε. Κύριο ρόλο στη λειτουργία αυτού του συστήματος παίζουν οι ορμόνες. Οι ορμόνες αυτές κυκλοφορούν στο αίμα και προέρχονται από διαφορετικούς ιστούς και όργανα του σώματος που σχετίζονται με την πρόσληψη και αποθήκευση της ενέργειας όπως είναι το στομάχι, το έντερο, ο λιπώδης ιστός και το πάγκρεας.
Οι ορμόνες που είναι υπεύθυνες για την ενεργοποίηση της πείνας, παράγονται κυρίως από το στομάχι. Καθώς τρώμε, οι ορμόνες της πείνας παράγονται όλο και λιγότερο και έτσι μειώνεται η επιθυμία για φαγητό ενώ στον εγκέφαλό μας φτάνει το μήνυμα για να σταματήσουμε να τρώμε. Παράλληλα οι ορμόνες του κορεσμού οι οποίες παράγονται κυρίως από το έντερο και τον λιπώδη ιστό αυξάνονται και φτάνουν τη μέγιστη συγκέντρωση 30 -60 λεπτά μετά το γεύμα. Αυτή η δυναμική αλληλεπίδραση των ορμονών της πείνας και του κορεσμού βοηθά τον εγκέφαλό μας να ρυθμίσει τη διατροφική μας συμπεριφορά.
Ωστόσο, υπάρχουν και άλλες ορμόνες όπως η κορτιζόλη, η ντοπαμίνη, η ινσουλίνη, οι οποίες καθορίζουν τις διατροφικές μας επιλογές και μας οδηγούν να φάμε ακόμη και όταν δεν πεινάμε, προκαλώντας τσιμπολογήματα και υπερφαγίες και αποτελούν τις βασικές αιτίες αύξησης του βάρους. Οι ορμόνες αυτές ενεργοποιούνται συχνά από το σωματικό ή το ψυχολογικό στρες. Επιπλέον, οι ορμόνες αυτές ενεργοποιούνται και από τις αυξομειώσεις βάρους ως μια προσπάθεια του οργανισμού να διαφυλάξει την επιβίωσή μας με αποτέλεσμα κάθε φορά που χάνουμε βάρος με γρήγορο ρυθμό οι ορμόνες αυτές να προκαλούν στον οργανισμό μας συνεχή επιθυμία για τροφή. Μελέτες έχουν δείξει ότι μετά από μια δίαιτα παράγονται περισσότερες ορμόνες πείνας και λιγότερες ορμόνες κορεσμού. Αυτό εξηγεί γιατί σχεδόν όλοι όσοι χάνουν βάρος με δίαιτα το παίρνουν πίσω μέσα σε 1-5 χρόνια.
Αυτό που είναι σημαντικό να θυμόμαστε είναι ότι δεν μπορούμε να αλλάξουμε τη φυσιολογική λειτουργία του ορμονικού μας συστήματος με τη θέλησή μας. Αν πεινάμε πραγματικά, είναι πολύ δύσκολο – έως αδύνατο- να μην φάμε και αν η ανάγκη μας για φαγητό είναι συναισθηματικής φύσης δεν αντιμετωπίζεται με δίαιτα.
About Author
Comments are closed